γεωπείνης

γεωπείνης
γεωπείνης, ο (Α)
αυτός που κατέχει λίγη μόνο γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + πείνη «πείνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεωπείνης — poor in land masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπεῖναι — γεωπείνης poor in land masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπείναις — γεωπείνης poor in land masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπείνας — γεωπείνᾱς , γεωπείνης poor in land masc acc pl γεωπείνᾱς , γεωπείνης poor in land masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”